мѣдѣныи — (3*) пр. То же, что мѣдьныи в 1 знач.: дасть емѹ дъщица мѣдены. (χαλκούν) ПНЧ XIV, 193а; в приходъ же его. тѣлища мѣдена˫а камена˫а и всѧка изва˫ани˫а. гла(с) дадѧть. Пал 1406, 78г; вспомѧни же ѥму и манасию. како ѿ мѣдена телища. своѥю мл(с)тию… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CHALCIOTIS — Minervae cognomen, quae et Χαλκίοικος, ἠ Α᾿θηνᾶ εν Σπάρτῃ, ἢ ὅτι χαλκοῦν οἶκον εἶχεν, ἢ διὰ τοὺς Χαλκιδεῖς τοὺς εν Εὐβοίἁ Φυγάδας αὐ τὸν κτίσαι, Suid. Vide Chalcioecus … Hofmann J. Lexicon universale
DIOMEDES — I. DIOMEDES Grammaticus, multi ingenii vir. II. DIOMEDES Rex Aetoliae, Tydei et Deipylae fil. qui cum reliquis Graecis ad Troiam profectus adeo strenue se gessit, ut post Achillem et Aiacem Telamonem fortissimus haberetur. Nam praeter occisos a… … Hofmann J. Lexicon universale
OENOPIDES — vir Mathematicus ex Chio insula, Anaxagorâ aliquanto minor. Diodor. Sic. l. 1. Cum dedicaret in Olympiis tabulam, inscripsit in ea Astrologiam 59. ann. affirmans, hunc magnum esse annum, Aelian. Histor. var. l. 10. c. 7. Fuit autem tabula haec… … Hofmann J. Lexicon universale
POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… … Hofmann J. Lexicon universale
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… … Dictionary of Greek
καλομοίρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και τραυματίστηκε πολλές φορές. Μετά την αποκατάσταση κατατάχθηκε στην 11η τετραρχία της Φάλαγγας. 2. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Πήρε μέρος σε πολλές … Dictionary of Greek
λουτήρας — ο (AM λουτήρ, ῆρος) σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῡν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ) νεοελλ. χημ. μία από τις μορφές τού μορίου τών κυκλοεξανίων μσν. το βαπτιστήριο … Dictionary of Greek
ομήρειος — ο (Α ὁμήρειος, ον, θηλ. και η) [Όμηρος] ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειον α) ομηρική φράση β) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ… … Dictionary of Greek